|
перевоплощаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перевоплощаться? — μετενσαρκώνομαι как с (ново)греческого переводится слово μετενσαρκώνομαι? — перевоплощаться — αρατίζω — ξώπετσα — καρπούζι — παρασημοφορώ — αψιμαχώ — εκλεπτυσμένος — περικυκλώνω — σκοτούρα — εκλεκτικός — αστροπλάνο — μεγαλομανία — περίφραγμα — αχορτάριαστος — αναπαραγωγή — υπενωμοτάρχης — αποσιτώ — ψιθυριστά — μασέλλα — ακαματιά — ανασυντεταγμένος — κωδίκελλος |
|||