|
αόρ. от εκφέρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξήνεγκον? — — ιουδαϊσμός — αμαρτύρητος — χουχουλιέμαι — μαστοειδεκτομή — παιχνίδι — ουρητήριο — πύθων — αποδιωγμός — αντράλα — πάντρεμα — ξεσέρνω — λιπαντής — φίλυπνος — φλεβίτιδα — καθαίρεση — λιμένας — τσυρίζω — μονογονία — νταμλάς — μουαρέ — δισεγγόνα |
|||