|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εγγονάκι? — — υδραυλική — ψιθυριστός — μεγαλακρία — οικτρός — αφενάκιστος — ασυλλογισία — μήλίγγι — γνωστικό — ατμονομέας — γλωσσάδικο — ανακατάταξη — μήκων — καρακασίδης — ιπποπαραγωγή — υδροσκοπικός — δραματοποίηση — κιβωτιάκι — χωροδεσποτεία — ειδικεύω — ξεπερνιέμαι — εκκαμινευτής |
|||