|
последний; позднейший; ήρθε η ~ή του ώρα — [phrase]настал его последний час[/phrase]; γιά ~ή φορά — в последний раз; καλά ~ά — [phrase]счастливой старости [/phrase] (пожелание) ; === ~η μου γνώση νά σ' είχα πρώτα — [phrase]задним умом крепок[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово последний? — στερνός как на (ново)греческом будет слово позднейший? — στερνός как с (ново)греческого переводится слово στερνός? — последний, позднейший — φυσικοθεραπεία — αλογάριαστος — πεντηκοντάλεπτον — ευφημίζω — σκοτεινότητα — αξίωση — αεροτρύπανον — σεληνόφωτος — συσκευάζω — εναυσματογόμωσις — άργος — ερινασμός — εναρβρώνω — φυτευτικός — καταγγελία — ανοιχτοκαρδίζω — αποφύλλωση — δίτρυτος — αντιπρόπερσι — αρτόκρεας — βαθμολογία |
|||