Новогреческий словарь
αγαλματουργός
αγαλματουργός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγαλματουργός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρτισύστατος
—
φασισμός
—
θεομηνία
—
περιγλύφω
—
άμεικτος
—
νυχτοκόρακας
—
παρόργιση
—
τσινιάρης
—
φυλετικότητα
—
ωσμοσκόπιο
—
άπαξ
—
αλλαντοποιείο
—
χρηματολάτρης
—
νομιμόφρονας
—
νταντά
—
περιοριστικός
—
ατυχής
—
μονόγλωσσος
—
οιστρηλατούμαι
—
αισχρολόγία
—
στλεγγίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,