|
η 1) вязанка (дров); 2) след (ноги) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вязанка? — ζαλιά как на (ново)греческом будет слово след? — ζαλιά как с (ново)греческого переводится слово ζαλιά? — вязанка, след — περβέρι — αργοκίνητος — βεργασούρα — ορντινάντσα — εβκάφιον — καθηγήτρια — κινέζικο — αστραπηδόν — φαρμάκωμα — ενειμα — αξετίμωτος — σπουδαιότητα — ναστόχαρτο — φύκος — αναξιοποίητος — στρέξιμο — αγνώμων — αγγειοδιασταλτικός — αβιομηχανοποίητος — συρματωτήρας — μπρούμυτος |
|||