|
η единогласие; единодушие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единогласие? — ομοθυμία как на (ново)греческом будет слово единодушие? — ομοθυμία как с (ново)греческого переводится слово ομοθυμία? — единогласие, единодушие — λαχανόσουπα — αντεπικρίνω — ανδρικά — γενναιοπρεπής — μονοπόδαρος — ετερογαμία — γυναικοπρεπής — ξεμαγεύω — γίγάντισσα — στόπερ — επτάτονος — αναφυλαξία — βραχύκορμος — αρήμαχτος — οξύγαλα — ξάι — στέκω — καβαλίκι — σατανιστικός — φλαμανδικά — εμπόδιση |
|||