|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσαλιμάκι? — — δανειοδοτώ — εφιχτός — ηγιασμένος — ξεγδύνω — λαπαδιασμένος — ξύλευση — ετερόχρους — βλασταρώνω — αρνοπροβιά — μπλόγκι — εκατοντούτης — κάννη — αμετακίνητος — εκχυτήρας — εφάμιλλος — πατριωτισμός — βλοσυρά — θαιρός — Αιγύπτια — εφαρμόσιμος — θαρρετός |
|||