Новогреческий словарь
δικτυόδρομος
δικτυόδρομ|ος
разветвлённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
разветвлённый
? —
δικτυόδρομος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δικτυόδρομος
? — разветвлённый
#
(ново)греческий словарь
—
ντομάτα
—
καραγκούνισσα
—
εννιά
—
ψυχοκινητικός
—
αυτόχθων
—
βλέψη
—
εννιάμηνα
—
αδιάβροχο
—
κουσκουσούρικο
—
καρκάντζαλος
—
απογιομίζω
—
άσφαλτος
—
μεταξότριχα
—
ηλικιώνομαι
—
αφακέλλωτος
—
ακαινοτόμητος
—
λαζάνια
—
εκραζίτις
—
μάλαθρο
—
μενεξελί
—
φανερώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве