|
η выслеживание (кого-л.); слежка (за кем-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выслеживание? — φέρμα как на (ново)греческом будет слово слежка? — φέρμα как с (ново)греческого переводится слово φέρμα? — выслеживание, слежка — οδοιπορικός — φκιάρι — διακορεύω — ζουρλομαντύας — διάσφιγξη — αρχαϊκότητα — αντικειμενικότητα — παραμεθόριος — αλλέγρο — εμπεριστατωμένος — Φαίακες — μεγαλοψυχία — συνεργώ — πολυέλεος — σουσαμάτος — υπεροψία — εξαρθρωτικός — μορφογένεση — ραδικί — αισθησιαρχικός — αυτοκρατορία |
|||