Новогреческий словарь
καρφοβελόνα
καρφοβελόνα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καρφοβελόνα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναγκαίος
—
πτηνοθήρας
—
εννιακόσιοι
—
χρυσόχλωρος
—
άβραστος
—
κατεπειγόντως
—
ενδοκρινής
—
απόφθεγμα
—
τουναντίον
—
οινοπνευματομέτρηση
—
εγκαταλειμμένος
—
διεξοδικός
—
τσιγγούναρος
—
κολλεκτιβιστικός
—
δήλιος
—
γνεφολογώ
—
συνολικά
—
αταχυδρόμητος
—
φιγουρατζού
—
ακορνιζάριστος
—
μπαρώνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве