|
(-ατός) τό олений рог #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово олений рог? — ελαφόκερας как с (ново)греческого переводится слово ελαφόκερας? — олений рог — οψιμότης — μονοκούκκι — κατάκοιτος — καταστολή — ανεκρίζωτος — συγύρι — πυώδης — δωδέκατο — αρνίο — μεταφραστικά — γεροξούρης — λογοκοπία — αλογόμυϊα — μετασαλεύω — λόξας — ενδείκτης — ανανηπτικός — κοστίζω — κατεπειγόντως — καρικατουρίστας — βεντέτα |
|||