Новогреческий словарь
αμνηστευτικός
αμνηστευτικός
юр.
амнистирующий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
амнистирующий
? —
αμνηστευτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμνηστευτικός
? — амнистирующий
#
(ново)греческий словарь
—
παρτσινέβελος
—
σεισμόγράφημα
—
σαπρότης
—
οινοποίηση
—
Άγγλος
—
αδιαφανής
—
εκατονταπλούς
—
αμάχητο
—
χανιάτικα
—
διώκησα
—
μαλάκας
—
αρχικά
—
δύσπεπτος
—
αγάλια
—
έλκυση
—
ίαση
—
σάλεμα
—
αντεπαναστάτης
—
αδερφικάτα
—
νεκροφάνεια
—
μιμόρχημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве