|
το 1) воен. банник; 2) уст. метла #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово банник? — κόρηθρον как на (ново)греческом будет слово метла? — κόρηθρον как с (ново)греческого переводится слово κόρηθρον? — банник, метла — τριάκοντα — μπινελίκι — κοκκινιστός — υπότιτλος — τυλώδης — ωριμάζω — σκιντζής — υπερίπταμαι — τρικέφαλος — σαφηνιστικός — έπειτα — βοστρυχώδης — λεμβοστάσιο — ψύλλιον — μπολερό — προσχωματικός — ξελέπισμα — μαχαιράδικο — ευλογιάζω — ζαντός — αδελφομίκτης |
|||