|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Γεροντία? — — πλατύσωμος — πρωτοξείδιο — τέλειος — αψηλάφιστα — γκαστρωμένη — καντηλανάφτης — τσακμακίζω — φθονερά — φωταντίτυπο — εγγικτικός — ρεύμα — απόδραση — κύριος — σιναπικός — ζωολογία — φορτίσσιμο — ποιμενίς — παράλογο — πινακωτή — πικροκαρδισμένος — ανάδελφος |
|||