|
вооружённый мечом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вооружённый мечом? — ξιφήρης как с (ново)греческого переводится слово ξιφήρης? — вооружённый мечом — συγκεντροποιημένος — περιδίνηση — ρουμανίζω — γιδόδρομος — διπληγία — χειροπιαστός — δισκοειδής — χαρτομανία — ξυστά — θρυαλλίδα — αντιπροσκαλώ — ελαύνω — στειφτός — αχαιρέτητος — εκπληκτικός — οιηματίας — μειονέκτημα — περικόβω — λούζα — λοξοκοίταγμα — πυθαγόρειος |
|||