|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καθοδικώς? — — αγγελοκάμωτος — σεισμικότητα — λάβρος — ανάδευση — επινοημένος — ρόδινο — πλοήγηση — αναγούλιασμα — σβησιματιά — εικοσιπεντάρια — αθηράτο — νευριαστικός — ζωϊκός — ανεμαζώχτρα — ανθολόγημα — υπερφαλάγγιση — πεδουκλία — ελάφι — αποτηγανίδι — αμβλυωπώ — κόπωση |
|||