|
το юр. вещественное доказательство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вещественное доказательство? — πειστήριο как с (ново)греческого переводится слово πειστήριο? — вещественное доказательство — γιώμα — εργαλειομηχανή — υπερθεματισμός — γκαζόμετρο — ανταπειλή — Βερολινέζα — Λεττονίδα — περίπλους — ρακί — ορμέμφυτα — όρχος — αλληλοθουμάζομαι — άθυρμα — εικονοκλασία — μικροβιοκτόνος — σκολοπίζω — αποκάμνω — σιτοπαραγωγικός — αργοσαλεύω — πολωτικός — πρωτοπορεία |
|||