καταιόνηση

формы словаβ
καταιόνηση
(-εως) η 1) душ;
2) перен. холодный душ



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово душ? — καταιόνηση
как на (ново)греческом будет слово холодный душ? — καταιόνηση
как с (ново)греческого переводится слово καταιόνηση? — душ, холодный душ


γεφυροπλάστιγγοςπυελοκυστίτιδακελαϊδισμόςδανειοδοτικόςπέρδικαενδυνάμωμαπαστόςτσιρλίζομαιμαρούλιπαινεύωιεροκρύφιοςλεπτόρρευστοςπράκτοραςανδρειευ-χοώδηςδισκοθήκηεμπειροπόλεμοςανθυποβρυχιακόςγκάβακαςεντεραλγίατμηματικώς




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit