|
(-εως) η 1) душ; 2) перен. холодный душ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово душ? — καταιόνηση как на (ново)греческом будет слово холодный душ? — καταιόνηση как с (ново)греческого переводится слово καταιόνηση? — душ, холодный душ — γεφυροπλάστιγγος — πυελοκυστίτιδα — κελαϊδισμός — δανειοδοτικός — πέρδικα — ενδυνάμωμα — παστός — τσιρλίζομαι — μαρούλι — παινεύω — ιεροκρύφιος — λεπτόρρευστος — πράκτορας — ανδρειευ- — χοώδης — δισκοθήκη — εμπειροπόλεμος — ανθυποβρυχιακός — γκάβακας — εντεραλγία — τμηματικώς |
|||