|
το действие по гл. κοψομεσιάζω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοψομέσιασμα? — — διορύσσω — φλεγμονή — χαϊδολογιέμαι — αντιχαιρετώ — τιμωρητικός — φωταντίτυπο — χοντροκόκαλος — επίμαχα — γενάτος — προαιώνιος — ευφημητικός — αμυγδαλόπηκτο — απονενοημένος — ζυγοδέτης — ιστοθέτις — μυλωθρίς — βιβλιοπώλης — βόθρος — κατακλείς — σποδιά — αλωτός |
|||