|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μισθοσυντήρητος? — — μητροφονία — συντηρητικότητα — μονόφωνος — κρίκος — μετασαλεύω — μεθοδικός — βουτυροκομία — συμπαρατάσσω — επιχαλικώνω — περιηπατίτιδα — αξάδερφος — χτυπητήρι — ανέψανος — μαράγγιασμα — εθυλέννον — πιγκώνομαι — ανεμόβροχο — βαϊόκλαρο — εμφαίνομαι — λατόμηση — προώλης |
|||