Новогреческий словарь
εκτραχύνομαι
εκτραχύνομαι
ухудшаться
;
οι σχέσεις ~ονται — [phrase]отношения ухудшаются[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ухудшаться
? —
εκτραχύνομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκτραχύνομαι
? — ухудшаться
#
(ново)греческий словарь
—
ξίκικα
—
συντελούμαι
—
ζωντανό
—
σπόνσορας
—
άπεφθος
—
κολάσιμος
—
λιγώτερος
—
γρανιτόστρωση
—
καθαιρώ
—
βακαλάος
—
αχρωμία
—
αστρατολόγητος
—
συνιδιοκτήτρια
—
δίκην
—
παρετυμολογώ
—
αδιαβατικά
—
συνταράσσω
—
αχρησίμευτος
—
σαμιακός
—
προστατευτικό
—
αναχώνευση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве