καλυμμαύχιο

формы словаβ
καλυμμαύχιο
το церк. камилавка



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово камилавка? — καλυμμαύχιο
как с (ново)греческого переводится слово καλυμμαύχιο? — камилавка


εφέντηςμακρότηταλυπησιάρηςριπολίνηεπαργυρωμένοςνομιναλιστικόςκαρβουνιάρικοςανάβωγεωμέτρηςνερούλιασμααυγοτάραχοαραδιάδιεκδικούμενοςχιλιογαμημένοςοντολογιστήςμεταπλάσσωπιόμααμφιδετώλάμποςρηγοπούλαελλιπές




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit