|
το церк. камилавка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово камилавка? — καλυμμαύχιο как с (ново)греческого переводится слово καλυμμαύχιο? — камилавка — εφέντης — μακρότητα — λυπησιάρης — ριπολίνη — επαργυρωμένος — νομιναλιστικός — καρβουνιάρικος — ανάβω — γεωμέτρης — νερούλιασμα — αυγοτάραχο — αραδιά — διεκδικούμενος — χιλιογαμημένος — οντολογιστής — μεταπλάσσω — πιόμα — αμφιδετώ — λάμπος — ρηγοπούλα — ελλιπές |
|||