Новогреческий словарь
αορτεύς
αορτεύς
(-έως) ο воен.
темляк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
темляк
? —
αορτεύς
как с
(ново)греческого
переводится слово
αορτεύς
? — темляк
#
(ново)греческий словарь
—
γύφτισσα
—
ψαροφάγος
—
ξεπερασμένος
—
πολυτονικός
—
κερώνω
—
ευμετάβλητο
—
βλεπές
—
εθελοτυφλώ
—
ζέβω
—
όχθριτα
—
βροχίζω
—
αγριομούτσουνος
—
μολύβδινος
—
ονείρωξη
—
άπλυτος
—
υπακτικό
—
αντικατοπτρικός
—
θέατρο
—
νονά
—
απεκκρίνω
—
αχυρόπλεκτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,