Новогреческий словарь
αορτεύς
αορτεύς
(-έως) ο воен.
темляк
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
темляк
? —
αορτεύς
как с
(ново)греческого
переводится слово
αορτεύς
? — темляк
#
(ново)греческий словарь
—
αυταρέσκεια
—
αντισταθμισμένος
—
διακομιδή
—
σελεμίζω
—
πλατύστομος
—
σκοτοδινίασις
—
επιμήνια
—
αδιαβροχοποιούμαι
—
οδηγάω
—
καθίζω
—
μυθοπλασία
—
ασυντάρακτος
—
ξερόβηχας
—
πλατύβαθρο
—
ξαφορμίζω
—
υδροηλεκτρικός
—
πνθυμώ
—
υπέρλεπτος
—
σύντροφος
—
εφταετία
—
νεανίσκος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве