|
1. сморщенный (от воды); 2. (о) перен. сморчок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сморщенный? — σαφρακιασμένος как на (ново)греческом будет слово сморчок? — σαφρακιασμένος как с (ново)греческого переводится слово σαφρακιασμένος? — сморщенный, сморчок — κιτρινάδι — μπαταξής — χωστός — άλφα — παρλιακός — συνεταιριστικοποίηση — Τούρκος — εναργής — βουνάκι — τσιμεντόλιθος — προφυλακτήρας — ψυχρόφιλος — φρίττω — παρθένα — άγευστος — δακτυλιοειδής — ενταλματικός — δεξιόστροφος — στηλιτεύω — βαροθερμογράφος — ξεχύνομαι |
|||