|
η поверхность; κατ' ~ήν или εξ ~ής — поверхностно; τραύμα κατ' ~ήν — неглубокая рана #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поверхность? — επιπολή как с (ново)греческого переводится слово επιπολή? — поверхность — θήλαστρο — μεγαλόσταυρος — βιτσιά — ερωτιάρικος — διατράνωση — ξερογλείφω — διεπάγην — παλαιοβιβλιοπώλης — ασκιάστος — κοίμισμα — φροκαλώ — επανορθώτρια — σαπιολέμονο — άγω — γιατροσύνη — καζάντια — παραφίνη — κιμονό — διανοητικότητα — αποθηκούλα — αυτοφωτογράφηση |
|||