|
το 1) ступа; 2) пестик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ступа? — κοπανιστήρι как на (ново)греческом будет слово пестик? — κοπανιστήρι как с (ново)греческого переводится слово κοπανιστήρι? — ступа, пестик — οκνηρία — ανανεύω — μαυρομάτικο — απηλογιάζω — ελευθεροπλοία — αγρυρομαραγγιάζω — φίλανδρος — αισιοδοξία — εξώστης — τριγενής — αισιόδοξα — αντιφώνηση — αποφθεγματικά — αμυγδαλιώνας — έγχυση — έντεχνα — προξενεύω — εκτριπτικός — καστελλάνος — ατμοσύρτης — κουτοπόνηρος |
|||