Новогреческий словарь
αριθμητικώς
αριθμητικώς
численно
;
~ υπερέχω — превосходить числом, численно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
численно
? —
αριθμητικώς
как с
(ново)греческого
переводится слово
αριθμητικώς
? — численно
#
(ново)греческий словарь
—
ραδιοτηλεγραφητής
—
επιμήθεια
—
μετακινούμαι
—
σιωπή
—
μακροκαταληκτώ
—
λιβόρι
—
νεωτεριστής
—
αιματοπυόρροια
—
διυλίζω
—
θωρηχτό
—
κύπριος
—
σταδιακός
—
ένεκεν
—
αστός
—
αναμεμιγμένος
—
καπνοσακούλα
—
ηδονίστρια
—
υποκίνηση
—
φύω
—
μύλος
—
σωματειακός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве