|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τρυφηλώς? — — κλωστοϋφαντουργός — ενδοαγγειακός — δαιμονολογία — αναζωτικός — ξεβλασταρώνω — κατηγορία — δεκανέας — δώμα — δεσμώτις — σάρπα — προάσπιση — ειρηνισμός — προπάτορας — ανεμοζάλη — εμβρίθεια — μισή — στάζω — απόσχισμα — αξέγνοιαστος — Μαγιάπριλο — σμερτιά |
|||