Новогреческий словарь
πολυσύχναστος
πολυσύχναστος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολυσύχναστος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
φυσιογνωσία
—
πολύλογος
—
γεροντίδιο
—
δριμύοσμος
—
βενετοκρατία
—
ελαφροπιάνω
—
κρασοβάρελο
—
τυπάζω
—
εκκωφαντικός
—
χειρότερος
—
—
φουκαρού
—
εξόστωση
—
δυσαρεστημένος
—
σλοβάκικος
—
αξιοπρέπεια
—
δεξύς
—
παρλάρω
—
λαοκράτης
—
μήλιος
—
τζάνερο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,