|
το 1) эпилепсия; 2) истерика; === τόν έπιασε τό ~ του — [phrase]он вышел из себя[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эпилепсия? — γλυκί как на (ново)греческом будет слово истерика? — γλυκί как с (ново)греческого переводится слово γλυκί? — эпилепсия, истерика — δουλοκτητικός — καταρραχής — τριανταφυλλόνερο — παραπλάνηση — πραγματοποιώ — κυπαρισσέλαιον — παραμυθού — υδρωπικία — χημείο — ζαρτινιερα — απανώγραμμα — μονόδραμα — μικρομετρία — εγνώσθην — υφεκατόλιτρο — κήρινος — κλιματιστικό — γαϊτανοφρύδα — γινατεμένος — δασεία — απόβροχα |
|||