Новогреческий словарь
υψωμός
υψωμός
ο
повышение
(цен)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
повышение
? —
υψωμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
υψωμός
? — повышение
#
(ново)греческий словарь
—
φυλογένεση
—
μελισσοβότανο
—
πίτερο
—
αξιοποιήσιμος
—
μεμψίμοιρος
—
αυτερωτισμός
—
εξαγωγέας
—
νεκροπούλι
—
ποιητική
—
λυχνοστάτης
—
πρωτοδικείο
—
τράπεζα
—
ξεροτηγανίδι
—
μοντάρισμα
—
αφρίνα
—
αποστείρωση
—
σχεδιάστρια
—
καπνοβιομήχανος
—
κουτρουβαλάω
—
δεκάρικος
—
ρεοστάτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве