|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ερευνημένος? — — πυρά — Εσκιμώοι — επίτακτος — καπίκι — σακκούλα — συνεκφορά — αλατοποιώ — σκίαση — αδηλοποίητος — αργιλωρυχείο — θεόστραβος — καυχησιολογώμαι — χαλιφεία — γαληνότατος — ελικοδρόμιο — εξαθλιωμένος — ελαττώνω — επίτηδες — παραφθορά — ήχος — βραδύς |
|||