|
η мед. ветряная оспа; ветрянка (разг.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ветряная оспа? — ψευδευλογία как на (ново)греческом будет слово ветрянка? — ψευδευλογία как с (ново)греческого переводится слово ψευδευλογία? — ветряная оспа, ветрянка — ξετιμητής — υπογραμμίζω — ορθοπόδισμα — Αλβανίδα — υδρωπικιάζω — πεζότητα — βουλκανιζατέρ — συνεπιβάτης — άχρονος — φλάουτο — γερόκοττα — ψαροκάλαμο — βομβαρδιστικός — περιγέλαστος — πούντσι — αλειμματοδοχείο — αισθητός — καρφοβελόνα — ενδόκριμα — τσουλίτσα — εναντιόμορφος |
|||