|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δουλοπρεπώς? — — αρνησιδοξία — εναρμονίζομαι — καμαρωτός — αποκαινουργίς — πορδοκλάνω — κατακεκλιμένος — εβενουργία — σφερδούλακας — μελαγχολώ — ανθρωπομάζωμα — καλοφαγού — φιλοπρόοδος — μονοκράτορας — διαπιδυτικός — ανεμογγάστρωτη — τρίπτυχος — ακριοπόθητος — μάγκιπος — εξορκισμός — τεταρτογενής — γίνομαι |
|||