Новогреческий словарь
καθοσίωση
καθοσίωση
η
освящение
(храма );
===
έγκλημα ~ώσεως — предательство, государственная измена; тяжкое преступление
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
освящение
? —
καθοσίωση
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθοσίωση
? — освящение
#
(ново)греческий словарь
—
κούμπουλο
—
δημοτικός
—
φορτόω
—
ξεβασκαμένος
—
πατρωνεύω
—
ευφωνικός
—
λοφοσειρά
—
μερμήγκιασμα
—
ματιασμένος
—
υποσημειούμαι
—
αερόπλοιο
—
ξεκατινιάζω
—
συνεκπαίδευση
—
χαλουμόσουπα
—
θρύλημα
—
πρόδομος
—
γεώμηλον
—
ερεονητέος
—
αλευροκόσκινο
—
πετσέτα
—
αχρωσία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве