|
η истечение; вытекание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово истечение? — απόρρευση как на (ново)греческом будет слово вытекание? — απόρρευση как с (ново)греческого переводится слово απόρρευση? — истечение, вытекание — άγγελος — γυφτοχαρατζής — επίπλαστος — ταλαντευτικός — πανάρχαιος — γυναικοσύνη — ηλικιακός — φανφάρα — φωσγένιο — αξελάφρωτος — αδασμολόγητος — μύρομαι — αμυαλωσύνη — κολλυβισμός — αντωνυμικά — τοιχοκόλληση — ασυμμέτρως — αντιλαλώ — γεβεντισμένη — γριλιάζω — νικελώνω |
|||