|
вечный; прочный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вечный? — αναιώνιος как на (ново)греческом будет слово прочный? — αναιώνιος как с (ново)греческого переводится слово αναιώνιος? — вечный, прочный — ιμπεριαλίστρια — άδης — τοξικοφόρος — υδρογεωλογία — ανάρρηξη — προωθώ — γλυκόξυνος — οστρακισμός — φωτοθεραπεία — πλεύση — υπνοβατικός — μαμωνάς — μονογένεσις — κολοκάτσι — ελαιοδιαχωριστήρας — ρηγματάκι — μανδραγόρας — μικροαστισμός — τριχίας — εσωτερικότητα — ενάμισι |
|||