Новогреческий словарь
ισορροπημένος
ισορροπημέν|ος
уравновешенный
(о человеке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уравновешенный
? —
ισορροπημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ισορροπημένος
? — уравновешенный
#
(ново)греческий словарь
—
οινοπνευματοποιείο
—
ξολοκάρφι
—
επαύξηση
—
καρνάβαλος
—
φθισίατρος
—
μαγκούφα
—
εποστρακιστικός
—
κεντιστός
—
εκτράχυνση
—
εννεαμελής
—
ψυχοπαίδι
—
γριπάρισσα
—
μπουχός
—
τρελλαμάρα
—
λογοδοσία
—
γραφίστικος
—
φρουτοχυμός
—
φωνομιμητική
—
κάθαρμα
—
Κρόνος
—
υαλόπλινθος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве