Новогреческий словарь
κατοικίδιος
κατοικίδι|ος
домашний, приручённый
;
~α ζώα — домашние животные
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
домашний
? —
κατοικίδιος
как на
(ново)греческом
будет слово
приручённый
? —
κατοικίδιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
κατοικίδιος
? — домашний, приручённый
#
(ново)греческий словарь
—
αναλυτικότερα
—
εμπόδιο
—
μπαντανόβουρτσα
—
εφοδιάζομαι
—
κατράμωμα
—
νωρίτερα
—
ζωόφιλος
—
ξεϊδρώνω
—
οπλοφόρος
—
ρυπαίνω
—
πρωταυγουστιά
—
κόμβος
—
πρόληψη
—
κάρπισμα
—
παραψένω
—
εναρμονιστής
—
ινδιάνα
—
βιδάνιο
—
σαμαρωτός
—
ξεμασκαλίδι
—
αρθρογραφία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве