|
ο лесоруб, дровосек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесоруб? — δεντροκόπος как на (ново)греческом будет слово дровосек? — δεντροκόπος как с (ново)греческого переводится слово δεντροκόπος? — лесоруб, дровосек — παγοποιητικός — ελαφροπιάνω — νιόβγαλτος — απάνθισμα — κακοανατεθραμμένος — αυτοσχεδίως — Δεύτερονόμιον — συσκοτίζω — παραζεσταίνω — πεντηκονταετής — ραδιοτηλεπικοινωνία — απανωγόμι — ποδήρης — ακατάδεχτος — κουτόκοσμος — δικάζω — όχθος — εφημερεύω — μονοκέρατος — χιονολισθητήρας — πέταμα |
|||