|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλινικώς? — — μαζορέτα — αναλώσιμα — φούλι — γρανιτικός — ασυγκατάθετος — εκπομπή — πριονωτός — γουώτερ-πόλο — πτάξ — παροδικότητα — κακογλωσσεύω — ισάζω — σούρω — ζυθόχορτο — βαρύοσμος — ημεροδείκτης — αστραποβολώ — όφελος — συναρμολογώ — χλωρίδα — διαμαντικό |
|||