|
τα : ως τά ~ — до предела #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μπούνια? — — διώξιμο — χορεύτρια — λεπτοκαρυά — εφιδρώνω — αξαρμάτωτος — αλεπόπουλο — εδέχθην — αντιπροεδρεία — κουτσούρεμα — τσάμικο — εισοδεύω — εκτροχιάζω — σουμμάρω — Μαυρομμάτης — στραβολέκα — μελιτζανάκι — σκοντάπτω — αναληπτικός — αμόλυντος — κολλοδιούχος — επερχόμενος |
|||