|
питающийся рисом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово питающийся рисом? — ορυζοφάγος как с (ново)греческого переводится слово ορυζοφάγος? — питающийся рисом — στάτωρ — κάθεξις — προϋπηρεσία — ζαχαρώνω — ακατράμωτος — λιθοτομία — ασυμπτωματικός — παρέλευση — πρωτεύουσα — αποκαλύφτω — δοξομανία — βούληση — αγναντινός — στειφτήρι — ανακουνιέμαι — ελαιόδεντρο — νάζι — θηλειάζω — αναφούφουλος — εφταήμερος — πολτώδης |
|||