Новогреческий словарь
απέπτην
απέπτην
αόρ. от αφίπταμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
απέπτην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κοκκινίλα
—
μπεκρουλίκι
—
πρεσβεία
—
νοερά
—
όσπερ
—
ανακάρδιον
—
ασπηστος
—
ωορρηξία
—
υπερπληρώ
—
φανοποιός
—
Μαυρομάτης
—
στυφτικότητα
—
χιτλερισμός
—
τσιφούτης
—
τοκοφόρος
—
υλακή
—
παραβάλλομαι
—
κονγκρέσσο
—
τρωγάλια
—
βρίζω
—
γεννητορικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,