|
το шило #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шило? — τρυπητήρας как с (ново)греческого переводится слово τρυπητήρας? — шило — ξεθράκιασμα — σοβάς — αριδίζω — καζουϊστικός — ησυχαστήριο — εξήνεγκον — ακράτητα — τενόρος — επαναφορέας — γέμιστρο — ξανοστεύω — λάβωμα — αθυμιάτιστος — βέρτζιλος — φευγάτος — τρίτος — αστερόφωτο — αποδημητικός — τράκο — ειδωλοποιώ — συγκάλυψη |
|||