|
стонать, охать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стонать? — χουχουλιέμαι как на (ново)греческом будет слово охать? — χουχουλιέμαι как с (ново)греческого переводится слово χουχουλιέμαι? — стонать, охать — εξυγιαίνομαι — κερδοσκοπικός — ασύντριπτος — αναδωμός — τετράπλευρο — γλυκοκοιμισμένος — σπληνίο — ών — διαψεύδομαι — σκράπας — καθεκλοποιία — αλάτι — αμπάντα — πτηνοτροφικός — έπαθα — όφκαιρος — καθαίρεση — ρουμπινές — πλάτος — αναδανεισμός — κατηγορηματικά |
|||