|
η планёрный спорт; планеризм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово планёрный спорт? — ανεμοπορία как на (ново)греческом будет слово планеризм? — ανεμοπορία как с (ново)греческого переводится слово ανεμοπορία? — планёрный спорт, планеризм — δέσμη — αποστεούμαι — δυναμωτικός — συνταξιδιώτης — επιγραφοποιός — αγρίλλιαστος — ξεδώνω — επίτακτος — κυδωνιά — τετράγκωνος — βυζαντινολογία — διάκενος — αμβλύς — οινοπωλείο — ποδηγετώ — λουτρικός — λεηλάτηση — αιματόχρους — κελαρυσμός — παραδειγματάκι — γυναικόπαιδα |
|||