|
το поводок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поводок? — λυτάρι как с (ново)греческого переводится слово λυτάρι? — поводок — δαιμονίζομαι — καταφυγή — προφητικός — χεζού — κίνδυνος — φιλοκυβερνητικός — καταφέρνομαι — γκρεμοτοπιά — τσιλιβήθρα — αλμυρό — μοντάζ — αυτεπαγωγή — κιολας — διακομίζω — παρατηρούμαι — ακαρπος — εκτρέπω — ακαμάτως — πρυμνήσια — ανεκτικός — συστέλλομαι |
|||