|
даваемый; данный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово даваемый? — δοτός как на (ново)греческом будет слово данный? — δοτός как с (ново)греческого переводится слово δοτός? — даваемый, данный — εφηβοσύνη — φιλάγαθος — συνδιοικώ — αγέλαστα — ντροπιάζομαι — περιστασιακός — υστεροχρονολόγηση — αδικολαλιά — αφρικανός — διαφράσσω — θρούς — βλεφαρίζω — γιατροπόρεμα — μαρμαρυγίας — συνεργείο — χαλικοστρωμένος — λυκουρίνος — μάτην — βροντώ — αλμπινισμός — μηχανοτεχνίτης |
|||